Η μέρα ήταν σχεδόν ανυπόφορα ζεστή , όπως και η αμέσως
προηγούμενη και, πιθανότατα, και η επόμενη. Το καλοκαίρι έχει την μαγική
ιδιότητα να κάνει τις μέρες να μοιάζουν όλες ίδιες αλλά παράλληλα να περνάνε
γρήγορα, σαν δευτερόλεπτα. Το αγόρι καθόταν στην άκρη της μικρής, ξύλινης
αποβάθρας, με τα γυμνά του πόδια να ακουμπάνε στο δροσερό νερό.
Τα άλλα παιδιά ήταν στην αυλή του σχολείου και έπαιζαν, όμως
αυτός τα απέφευγε. Δεν είχε πρόβλημα μαζί τους, όμως δεν μπορούσε να μοιραστεί
την ανεμελιά τους. Αυτός ήξερε κάτι που οι συνομήλικοί του αγνοούσαν, κάτι που
τον βασάνιζε. Είχε δοκιμάσει να μιλήσει γι αυτό στους γονείς του, όμως τον
κοίταξαν με το κενό, ανήσυχο χαμόγελο που όλοι οι γονείς του κόσμου φυλάνε για
τα παιδιά τους, όταν αυτά είναι πιο έξυπνα από αυτούς, όταν σκέφτονται
υπερβολικά πολύ για το καλό τους. Αυτό που βασάνιζε τον μικρό ήταν η επίγνωση
του θανάτου.
Δεν είχε κάποια αρρώστια ή κάτι άλλο που του έδινε μια
καθορισμένη ημερομηνία λήξης, όμως, σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά και, εδώ που
τα λέμε, με τους περισσότερους ενηλίκους, συνειδητοποιούσε ότι κάποια στιγμή η
λεπτή γραμμή που χωρίζει την ζωή από την
νεκρή φύση θα κοβόταν και γι αυτόν, όπως κόπηκε για τον παππού του πριν λίγους
μήνες, ή για το χρυσόψαρο που είχε μικρός.
Οι γονείς του του έδωσαν την συνηθισμένη ανόητη εξήγηση, ότι ο παππούς
του ήταν πλέον ένας άγγελος στον ουρανό, όμως αυτός δεν μπορούσε να το
πιστέψει, γιατί είχε δει το κέρινο πρόσωπο του παππού στην κηδεία, λίγο πριν
κλείσουν το φέρετρο.
Πώς μπορούσε λοιπόν να παίζει ανέμελος και να ξεχνάει αυτή
την βασική αλήθεια, ότι τίποτα δεν είναι μόνιμο, ότι η ζωή είναι μικρή, ότι
όλα, αργά ή γρήγορα, πεθαίνουν για να αντικατασταθούν από άλλα ζωντανά
πλάσματα, που θα επαναλάβουν τον ίδιο ανούσιο κύκλο, μέχρι την στιγμή που και
τα άστρα θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή υδρογόνου και ζεστασιάς και θα
πεθάνουν κι αυτά με την σειρά τους;
Καθώς το απόγευμα, κυλούσε προς το τέλος του, το αγόρι
άρχισε να παρατηρεί ολοένα και
περισσότερες μικρές, φτερωτές φιγούρες να κάνουν την εμφάνισή τους και να
χορεύουν τον τρελό χορό τους πάνω από τα πράσινα νερά της λιμνούλας.
Το αγόρι αναγνώρισε τα εφημερόπτερα, αυτά τα μικρά έντομα
που περνούν όλη τους την ζωή σαν προνύμφες στο έδαφος και στη συνέχεια παίρνουν
την τελική, μεγαλειώδη, φτερωτή μορφή τους, αλλά με ένα μεγάλο τίμημα: έχουν
μόνο μια μέρα ζωής ακόμα, στην οποία πρέπει να ικανοποιήσουν τον σκοπό για τον
οποίο γεννήθηκαν, με το παροιμιώδες ρολόι να τρώει τα δευτερόλεπτα που
ξεχύνονται από τα διάφανα φτερά τους και με την γνώση ότι δεν υπάρχουν δεύτερες
ευκαιρίες, δεν υπάρχει αύριο, από Δευτέρα ή του χρόνου. Υπάρχει μόνο το τώρα,
ένα τώρα σκληρό και εκστατικό, που γελάει στα μούτρα του θανάτου τόσο δυνατά,
ώστε να τον κρατάει μακριά, μόνο για μια στιγμή, αλλά μια στιγμή που φαντάζει
αιώνια, μια στιγμή απέραντης έκστασης και χαράς.
Παρακολουθώντας τον τρελό εναέριο χορό με την χαρούμενη αψηφισιά του
προς το επικείμενο τέλος, το αγόρι ξαφνικά κατάλαβε κάτι που τα έντομα αυτά, όπως και τα περισσότερα
ζώα, ξέρουν, και μόνο ο άνθρωπος, αυτός
ο έξυπνος ηλίθιος, αρνείται να καταλάβει: ότι ο θάνατος έχει δύναμη μόνο στο
παρελθόν και στο μέλλον. Ότι όσο πιο πολύ αδράχνεις την κάθε στιγμή, όσο την
ξεχειλίζεις για να βγάλει τους χυμούς της, τόσο πιο μακριά κρατάς αυτόν τον
τρομακτικό Ξένο. Και ότι αν όλα γίνουν σωστά, αν ξοδέψεις τις στιγμές σου με
τέτοιο τρόπο ώστε να μην μετανιώνεις για τίποτα, τότε, όταν ο θάνατος σε
επισκεφτεί, θα τον υποδεχτείς σαν ένα φίλο που θα σε πάει στην επόμενη
περιπέτεια, όποια κι αν είναι αυτή.
Το αγόρι ένιωσε σαν να ξυπνάει, καθώς ο ήλιος έδυε και
έπαιρνε το τελευταίο φως της μέρας μαζί του. Άπλωσε το χέρι του και ένα
αρσενικό έντομο, που μόλις είχε ολοκληρώσει τον ερωτικό χορό του, αυτή την
πράξη ζωής αλλά και θανάτου, κάθισε αποκαμωμένο πάνω του. Έμεινε να το κοιτάζει
καθώς τίναζε σπασμωδικά τα φτερά του, προσπαθώντας να απορροφήσει και τις
τελευταίες αχτίδες φωτός, να γευτεί τις μυρωδιές της λίμνης καθώς οι αισθήσεις
του το εγκατέλειπαν. Όταν σταμάτησε να κουνιέται, το ακούμπησε απαλά στα νερά
της λίμνης.
Ένα όμορφο χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπο του παιδιού, για
πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό. Σηκώθηκε και τέντωσε τα χέρια και τα πόδια του
για να ξεπιαστεί, απολαμβάνοντας την δροσιά, αυτό το δώρο της νύχτας τις ζεστές
καλοκαιρινές μέρες. Ξεκίνησε αργά για να βρει τα άλλα παιδιά, δίνοντας μια
υπόσχεση στον εαυτό του: ότι από δω και πέρα, κάθε δευτερόλεπτο θα είναι γι
αυτόν μια μέρα, κάθε μέρα ένας χρόνος, κάθε χρόνος μια αιωνιότητα. Μια
αιωνιότητα πολύτιμη, ακριβώς γιατί είναι προσωρινή, γιατί κρατάει μια στιγμή.
Πίσω του τα έντομα έπεφταν αργά στην λίμνη, με την νύχτα να τα υποδέχεται στην
αγκαλιά της δίνοντάς τους την δική της υπόσχεση, ότι η ζωή θα συνεχίσει να
υπάρχει.
Για πάντα.
Ή έστω για μια στιγμή.
Serotonin
Addicted