Έξι και μισή το πρωί. Οι έρημοι δρόμοι κλέβουν
το πρώτο φως της ανατολής, το βάφουν
γκρίζο και το μεταπωλούν στους λίγους,
ξεχασμένους διαβάτες. Η πόλη τεντώνεται
νωχελικά, σαν αγουροξυπνημένη γάτα, και
ξυπνάει τα παιδιά της για μια ακόμα ίδια
κι απαράλλαχτη μέρα.
Ένας
νεαρός στην γωνία κάποιου δρόμου κρατάει
ένα τσιγάρο. Το ανάβει και μένει να το
κοιτάζει σκεφτικός, πριν πάρει την πρώτη
ρουφηξιά. Δεν του φτάνει, το ξαναφέρνει
στο στόμα του. Αηδιασμένος,
απογοητευμένος που ένας χάρτινος σωλήνας
γεμάτος νικοτίνη δεν μπόρεσε να του
προσφέρει μια κάποια υπαρξιακή ανακούφιση,
πετάει το απομεινάρι στον δρόμο και
συνεχίζει λυπημένος την βόλτα του.
Στην
απέναντι πλευρά του δρόμου, μια κοπέλα
γυρίζει από την βραδινή της έξοδο.
Κρατάει έναν καθρέφτη και ελέγχει το
μακιγιάζ της. Τα βράδια της είναι ίδια
και απαράλλαχτα, όπως είναι άλλωστε όλα
τα βράδια, όλες οι μέρες στην πόλη. Γεμάτα
φτηνές διασκεδάσεις και ακριβούς
συμβιβασμούς. Το πρόσωπό της είναι
όμορφο, όμως το γκρίζο φως του πρωινού
ξεσκεπάζει την κενότητα που κρύβει
επιμελώς πίσω από μάσκαρες και μάσκες.
Κανένα έλεος, καμία παρηγοριά. Ένα δάκρυ
κυλάει από το μάτι της, μα το σκουπίζει
προσεκτικά για να μην χαλάσει το βάψιμο
της, να μην ρίξει την μάσκα της.
Ο
νεαρός την βλέπει, αλλά αυτή, μαγνητισμένη
από τον καθρέφτη της, δεν τον προσέχει.
Ίσως αν τα βλέμματά τους διασταυρώνονταν,
αν μπορούσαν να καθρεφτιστούν ο ένας
στα μάτια του άλλου, να έβλεπαν τους
εαυτούς τους με λίγο περισσότερο χρώμα.
Ίσως αυτός να καταλάβαινε ότι αυτό που
του λείπει είναι η γαλήνη ενός χαμόγελου
και όχι η πύρινη χημική απόλαυση στην
άκρη ενός τσιγάρου. Αυτή, πάλι, ίσως
έβλεπε ότι η ομορφιά της βρίσκεται στις
ατέλειες της, ότι η τελειότητα είναι
ψυχρή και ακίνητη και τρομακτική.
Άλλη
μια χαμένη ευκαιρία για λύτρωση πέφτει
στον δρόμο, μέχρι να την παρασύρουν τα
νερά της βροχής στους υπονόμους της
πόλης. Ο μόνος μάρτυρας αυτού του μικρού
δράματος είναι ένας μικρόσωμος σκύλος,
ο οποίος, με την χαρακτηριστική
ενσυναίσθηση του είδους του, κουνάει
αργά την ουρά του. Αν είχε την ικανότητα
πολύπλοκης σκέψης, θα σκεφτόταν ότι οι
άνθρωποι είναι ανόητοι, ότι η χαρά της
ζωής είναι ένα καλό γεύμα και ένα χάδι
και όχι όλα αυτά τα περιττά με τα οποία
προσπαθούν να γεμίσουν την ζωή τους.
Όντας, όμως, σκύλος, αρκέστηκε στο να
κλαψουρίσει σιγανά στο φεγγάρι που σιγά
σιγά χάνεται από τον ουρανό.
Ο
ήλιος έχει πλέον ξεπροβάλλει ολόκληρος
πάνω από τον καπνισμένο ορίζοντα,
δίνοντας το σήμα στους ανθρώπους να
ξεχυθούν στους δρόμους και τα γρανάζια
της παραγωγής και της κατανάλωσης να
γυρίσουν άλλη μια φορά. Όλα αυτά τα μικρά
γεγονότα, οι ασήμαντες πίκρες και οι
προσωρινές χαρές, οι ίδιες και απαράλλαχτες
μέρες, όλες αυτές οι χαμένες ευκαιρίες,
δεν έχουν κανένα νόημα στο ευρύτερο
δράμα που αποκαλούμε ζωή. Μόνο η πόλη
φαίνεται να ξέρει αυτό που τα παιδιά
της έχουν πια ξεχάσει: ότι στο τέλος
κάθε δράματος επέρχεται η λύτρωση.
Τέλος (και μια νέα αρχή)
Serotonin Addicted