Το παιδί μπήκε στο σκοτεινό δισκοπωλείο. Καθώς άνοιξε η
πόρτα, ακούστηκε το καμπανάκι που ειδοποιεί τον ιδιοκτήτη ότι κάποιος μπήκε. Ο
ήχος του ήταν εξαιρετικά μουντός, σαν να είχε καιρό να χρησιμοποιηθεί. Το
δωμάτιο φωτιζόταν από ένα μόνο μικρό, σκονισμένο παράθυρο, από το οποίο λεπτές
δέσμες φωτός εισέβαλαν στον χώρο και ενοχλούσαν τα αμέτρητα σωματίδια σκόνης
που αιωρούνταν.
Ο μικρός προχώρησε διστακτικά προς το βάθος του μαγαζιού.
Σταμάτησε. ‘’Είναι κανείς εδώ;’’ είπε σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, λες και βρισκόταν
σε έναν χώρο ιερό, σε μια εκκλησία… σε έναν τάφο. Κανείς δεν απάντησε. Το παιδί
περίμενε πέντε ολόκληρα λεπτά. ‘’Περίεργο’’, σκέφτηκε, ‘’Μάλλον ο ιδιοκτήτης θα
πετάχτηκε κάπου’’. Ακόμα και στο μυαλό του, όμως, αυτό δεν ακούστηκε πολύ
πειστικό. Το μικρό κατάστημα έδειχνε εγκαταλελειμμένο, παρατημένο, λες και
κάποιος έφυγε πολύ βιαστικά από εκεί πριν καιρό και δεν μπόρεσε να ξαναγυρίσει.
Ο πιτσιρίκος προχώρησε προς την συλλογή με τα παλιά
σιντί. Δεν αναγνώρισε κανέναν από τους τίτλους. Ήταν όλοι στα ελληνικά, όμως οι
καλλιτέχνες του ήταν άγνωστοι. Ξαφνικά ανατρίχιασε. Είχε την αίσθηση πως τον
παρακολουθούν. Γύρισε αργά το κεφάλι του· δεν ήταν κανείς. Κι όμως… ένιωθε πως
κάποιος, κάποιοι, τον κοιτούν με προσμονή, περιμένουν να κάνει κάτι, αδημονούν,
τι όμως;
Γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. ‘’Είναι η εγκατάλειψη
και η σιωπή αυτού του μέρους’’, σκέφτηκε, ‘’μου βάζουν περίεργες ιδέες στο
κεφάλι’’. Αποφάσισε να βάλει ένα σιντί στο παλιό στερεοφωνικό του καταστήματος
όσο θα περιμένει τον ιδιοκτήτη. Ξεφύλλισε και πάλι τα εξώφυλλα των δίσκων και
διάλεξε ένα στην τύχη. Ένας χοντρός άντρας με μούσι και λιγδιασμένα μαλλιά τον
κοίταζε με βλέμμα σκοτεινό. Ο μικρός είχε την αίσθηση ότι ο παράξενος άντρας
έβλεπε απευθείας στην ψυχή του. Ο δισύλλαβος τίτλος του συγκροτήματος θύμιζε
τον ήχο της βροχής στην οροφή ενός μαυσωλείου ή το όνομα ενός σκοτεινού θεού
των Αζτέκων. Το αγόρι ανατρίχιασε ξανά, όμως δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον
πειρασμό. Έβαλε το σιντί στο στερεοφωνικό και πάτησε το κουμπί. Η μικρή μπλε
οθόνη του στερεοφωνικού έδειχνε έξι και τριάντα πέντε.
Η ώρα ήταν εφτά και μισή. Η μουσική είχε σταματήσει εδώ
και λίγα λεπτά. Το αγόρι στεκόταν ακίνητο. Κοίταζε το κενό. Ένας μικρός μυς
συσπάστηκε στην άκρη του ματιού του. Ήταν η πρώτη του κίνηση από την στιγμή που
πάτησε το ‘’play’’. Το
βλέμμα του ήταν αδιαπέραστο, έδειχνε κλεισμένο βαθιά στον εαυτό του, λες και
είχε δει ή ακούσει κάτι φρικτό, κάτι που δεν είναι φτιαγμένο για τα ανθρώπινα
αυτιά. Έμεινε στην ίδια θέση για λίγη ώρα ακόμα. Μετά, πάντα ανέκφραστος, βγήκε
από το μαγαζί. Το κουδουνάκι ακούστηκε για μια τελευταία φορά καθώς η πόρτα
έκλεινε πίσω του.
Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά τι έγινε το παιδί. Η μητέρα
του ειδοποίησε την αστυνομία. Οι έρευνες συνεχίστηκαν για αρκετό καιρό, αλλά
τελικά δεν βρέθηκε κανένα ίχνος του. Μόνο κάποια βράδια, ορισμένοι μοναχικοί
και μελαγχολικοί άνθρωποι, ορκίζονται πως είδαν ένα παιδί που περπατάει με τα
χέρια.
Hormonally Imbalanced! (aka Serotonin Addicted)