Περπατούσε με ένα τσιγάρο στο χέρι κι άλλο ένα πίσω από το
αυτί. Ο καλοκαιρινός ήλιος έκανε παιχνίδια με την σκόνη που σήκωναν τα πόδια
του πάνω στον χωματόδρομο και προκαλούσε τον φθόνο της μικροσκοπικής του
καύτρας. Είχε πάψει εδώ και ώρα να δίνει σημασία στην σκονισμένη χορωδία των
τζιτζικιών και είχε χαθεί στις σκέψεις του.
Σκεφτόταν το σπίτι. Ή καλύτερα, σκεφτόταν την απουσία
σπιτιού.Οι άνθρωποι συνδέουν το σπίτι με ένα κτήριο με τέσσερις τοίχους, ένα
πάτωμα, μια οροφή και μια σταθερότητα. Έναν χώρο στον οποίο μπορείς να πετάξεις
τα παπούτσια σου κι ένας καναπές για να την αράξεις μετά από μια κουραστική
μέρα στην δουλειά.
Αυτός ποτέ δεν το έβλεπε έτσι. Αυτός ήθελε να είναι
ελεύθερος, να ταξιδεύει, να γνωρίζει νέους τόπους και ανθρώπους. Ζήλευε τους
αλήτες των σιδηροδρόμων, που η μόνη στέγη που γνώριζαν ήταν η οροφή ενός παλιού
βαγονιού και κάθε πρωί αντίκριζαν διαφορετική θέα από το παράθυρό τους.
Προσπάθησε λοιπόν να ζήσει έτσι. Όταν η κοινωνία αποφάσισε
να τον θεωρήσει ενήλικο, μάζεψε τρία ρούχα και τις πέντε καλύτερες αναμνήσεις
του σε ένα μπογαλάκι και έφυγε από το σπίτι των γονιών του. Τους είπε ότι
έψαχνε να βρει την τύχη του, αλλά στην πραγματικότητα έψαχνε να χάσει την
θαλπωρή του σπιτιού του, που τον έπνιγε και δεν άφηνε την ελευθερία του να
ανθίσει. Σύντομα όμως ανακάλυψε ότι κι αυτό δεν ήταν αρκετό. Όταν προσπαθούσε
να αποφύγει τους ελεγκτές κρυμμένος πίσω από μεταλλικά κοντέινερ, σκεφτόταν το
σπίτι του. Όταν κοιμόταν σε ανοιχτά βαγόνια με την έναστρη οθόνη του νυχτερινού
ουρανού να παίζει υπερπαραγωγές αποκλειστικά γι' αυτόν, πάλι δεν μπορούσε να το
απολαύσει, καθώς του έλειπαν όσα άφησε πίσω του.
Αποφάσισε να ανεβάσει το στοίχημα και να μπαρκάρει σε ένα
καράβι. Γύρισε όλο τον κόσμο, είδε μακρινές ακτές και γνώρισε πολλές κακόφημες
ταβέρνες. Αυτό όμως δεν τον έκανε να ξεχάσει το σπίτι του. Αντίθετα, το
πρόβλημα έγινε πιο περίπλοκο: κάθε φορά που βρισκόταν στο καράβι ονειρευόταν
την στιγμή που θα πατούσε σε στερεό έδαφος και θα κοιμόταν σε ένα διπλό
κρεβάτι, ζεσταμένο από την ερωτική επαφή με μια γυναίκα. Όταν όμως έφτανε στην
στεριά, το μόνο που σκεφτόταν ήταν το λίκνισμα της θάλασσας. Η κατάσταση αυτή
κόντευε να τον τρελάνει.
Έτσι, λοιπόν, παράτησε το καράβι και βρέθηκε να περπατάει
σκεφτικός στον δρόμο του γυρισμού για το παλιό του σπίτι. Λίγο πριν φτάσει
συνάντησε έναν γέρο στην άκρη του δρόμου. Αγνάντευε τα χρυσαφένια χωράφια
γύρω του με την απόλυτη ηρεμία όσων έχουν ζήσει τόσο πολύ, που δεν έχουν τίποτα
να τους αγχώνει πια. Ο γέρος παρατήρησε τον διαβάτη που κάπνιζε σκεφτικός και
τον χαιρέτησε.
-Πού πας παλικάρι;
-Σπίτι.
-Και τι θα πει ''σπίτι'';
Κοκάλωσε. Η φύση γύρω του βυθίστηκε στην σιωπή. Αλήθεια, τι
θα πει σπίτι; Μπορούσε να πει με σιγουριά τι δεν θα πει σπίτι. Σπίτι δεν είναι
ότι σε φυλακίζει. Σπίτι δεν είναι ότι σου κλείνει τους ορίζοντες και σίγουρα
όχι ότι σου γεμίζει το μυαλό με την ψεύτικη αίσθηση ασφάλειας, την τόσο συνηθισμένη
στις πόλεις των νοικοκυραίων. Έτσι, λοιπόν, έφερνε στο μυαλό του όσα είχε
συνδέσει στο παρελθόν με το σπίτι και, ένα ένα, τα απέρριπτε. Στο τέλος
έμεινε μόνο ο ταπεινός του εαυτός, ο σκονισμένος δρόμος και ο γέρος, ο οποίος
φορούσε το μακάριο αλλά πονηρό χαμόγελο που μόνο οι υπερήλικες και οι μοναχοί
ζεν κατορθώνουν να αποκτήσουν. Άραγε είμαι εγώ το σπίτι μου; Μήπως ο ίδιος ο
δρόμος είναι το σπίτι; Ή ίσως το σπίτι μου να κρύβεται στο χαμόγελο ενός γέρου...
Και τότε ήξερε.
Όλα είναι δρόμος.
Ο δρόμος είναι σπίτι.
Όλα είναι ένα.
Όλα είναι... σπίτι;
Serotonin Addicted